λιθοειδής

λιθοειδής
-ές (Α λιθοειδής, -ές)
ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα τού λίθου
νεοελλ.
φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» — το τμήμα τού κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο τής ακοής και τον πόρο τού προσωπικού νεύρου
β) «λιθοειδές νεύρο» — ένα από τα τρία νεύρα τής περιοχής τού κροταφικού οστού, το οποίο είναι κλάδος τού καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιθοειδής — like stone masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοειδῆ — λιθοειδής like stone neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιθοειδής like stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιθοειδής like stone masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοειδεῖ — λιθοειδής like stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λιθοειδής like stone masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοειδεῖς — λιθοειδής like stone masc/fem acc pl λιθοειδής like stone masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοειδές — λιθοειδής like stone masc/fem voc sg λιθοειδής like stone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοειδοῦς — λιθοειδής like stone masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοειδῶν — λιθοειδής like stone masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՐԱՏԵՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0997 Chronological Sequence: Unknown date ա. λιθοειδής . Ուր ունի զտեսիլ կամ զնմանութթիւն քարի. քարանման. *Քարատեսակ խնոյր վերակաւ (զողնաշարն). Պղատ. տիմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”