λιθοειδής — like stone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδῆ — λιθοειδής like stone neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιθοειδής like stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιθοειδής like stone masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδεῖ — λιθοειδής like stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λιθοειδής like stone masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδεῖς — λιθοειδής like stone masc/fem acc pl λιθοειδής like stone masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδές — λιθοειδής like stone masc/fem voc sg λιθοειδής like stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδοῦς — λιθοειδής like stone masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοειδῶν — λιθοειδής like stone masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
ՔԱՐԱՏԵՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0997 Chronological Sequence: Unknown date ա. λιθοειδής . Ուր ունի զտեսիլ կամ զնմանութթիւն քարի. քարանման. *Քարատեսակ խնոյր վերակաւ (զողնաշարն). Պղատ. տիմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)